ντούπλεξ

ντούπλεξ
και ντούμπλεξ, το
άκλ.
1. σύστημα τηλεγραφικό που επιτρέπει τη σύγχρονη μετάδοση τηλεγραφημάτων προς δύο κατευθύνσεις με μονό σύρμα
2. σύστημα τηλεφωνικής εγκατάστασης με διακόπτη που εξυπηρετεί δύο συνδρομητές
3. (κατ' επέκτ.) κάθε διπλό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. duplex «διπλός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”